- στροφοειδής
- -ές, Νμαθημ. φρ. «στροφοειδής καμπύλη» — ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων μιας μεταβλητής ευθείας που διέρχεται από ένα σταθερό σημείο κείμενο πάνω στον άξονα τών τετμημένων έτσι ώστε η απόσταση από τα σημεία ώς την τομή τής ευθείας με τον άξονα τών τεταγμένων και η απόσταση από την αρχή τών συντεταγμένων ώς την τομή αυτή να είναι ίσες.
Dictionary of Greek. 2013.